-
1 ὑπερέχω
Aὑπείρεχον Il.2.426
: [tense] aor. ὑπερέσχον, and in poet. form -έσχεθον, 11.735,24.374: [tense] fut.- έξω PCair.Zen.60.6
(iii B. C.), Hsch.:—hold over, σπλάγχνα.. ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο held them over the fire, Il.2.426;μου τὸ σκιάδειον ὑπέρεχε Ar.Av. 1508
;ἡμῶν ὑπερεῖχε τὴν χύτραν Id.Eq. 1176
; ὑπερέχοντα τὸν αὐλὸν τῆς θαλάσσης holding it up out of the sea, Arist.HA 537b1.2 ὑ. χεῖρά (χεῖράς) τινος hold one's hand over him, so as to protect, , 687;τις.. ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα 24.374
;Ζεὺς τῆσδε πόληος ὑπειρέχοι.. χεῖρα Thgn.757
; so (lyr.), cf. Fr.199.7: c. dat. pers.,οἱ.. ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων Il. 5.433
; , cf. Od.14.184.3 hold above, ὑ. τὸ ῥύγχος, ὅπως ἀναπνέῃ, of the dolphin, Arist.HA 589b11, cf. 566b15, 599b27, al.;ὑ. ὀφρύν
elevate,AP
5.298 (Agath.).II intr., to be above, rise above the horizon,εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος Od.13.93
; αὐτῆς [Αἰγύπτου] εἶναι οὐδὲν ὑπερέχον no part of it was above water, Hdt.2.4; ὕδωρ,.. ὃ μόλις ὑπερέχοντες ἐπεραιώθησαν which they crossed, with their heads only just above it, Th.3.23; ἕψεται ἄχρι ἂν ὑπερέχῃ τὸ ὕδωρ till it sticks out above the water, Dsc.3.7; but ἐπιχέας ὕδωρ ὥστε ὑπερέχειν till it covers (sc. the contents of the vessel), Id.5.87; projecting above the ground,Hdt.
2.41; γεῖσον.. ὑπερέχον τρία ἡμιπόδια projecting a foot and a half, IG22.1668.34, cf. 7.3073.71 (Lebad., ii B.C.): c. gen., ὑπερέσχεθε γαίης rose above, overlooked the earth, Il.11.735;ὄμμ' ὑπερσχὸν ἴτυος E.Ph. 1384
;[σταυροὺς] οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης Th.7.25
; , cf. X.An.3.5.7;ὤφθη.. ὁ δεξιὸς ὀφθαλμὸς ὑπερέχειν θατέρου παμπόλλῳ δή τινι Gal.18(2).301
.2 overtop, be prominent above, στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, i. e. stood (head and) shoulders above them, Il.3.210; .ζ, cf. Arist.Pol. 1284a37; .έ, cf. X.Cyr. 6.2.17; <ᾡ> ὁ πρῶτος ὅρος ὑ. τοῦ δευτέρου.. μέρει by the fraction by which the first term exceeds the second, Archyt.2: τὸ ὑπερέχον the excess, Dioph.1.6.3 in military phrase, outflank,τῶν πολεμίων ὑ. τῷ κέρατι X.HG4.2.18
, cf. Th.3.107.4 metaph., c. acc., overtop, excel, outdo,βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον A.Pers. 709
(troch.);σωφροσύνῃ πάντας ὑ. E.Hipp. 1365
(anap.);πελταστικῷ εἰκὸς ὑ. τὴν ἡμετέραν δύναμιν X.HG6.1.9
.b c. gen.,πάντων ὑ. μεγέθει καὶ ἀρετῇ Pl.Ti. 24e
, cf. Prm. 150e, Grg. 475c;ὑ. τῶν πολλῶν D.23.206
, cf. Ep.Phil.2.3;ἁπάντων ὑπερέχουσι τῶν κακῶν Anaxil. 22.7
(troch.).c abs., prevail,θεῶν ὑπερέσχε νόος Thgn.202
; οἱ ὑπερσχόντες the more powerful, A.Pr. 215;τῶν πόλεων αἱ ὑπερέχουσαι Isoc.4.95
; those in authority,D.L.
6.78, cf. Vett.Val. 61.30, al.; has prevailed,D.
9.69; ἐν τοῖς πολεμίοις ὑ. excel in.., Men.642; ἐνδέχεται.. μὴ τοσοῦτον ὑ. τῷ ποσῷ, ὅσον λείπεσθαι τῷ ποιῷ exceed so much.., Arist.Pol. 1296b23; ὑπὲρ ὧν πλειονάκι ἐντετευχυιῶν ὑπερέχων ἡμᾶς ἀπράκτους καθίστησι being too strong for us, Sammelb.4638.18 (ii B. C.); πᾶν κρύφιον οὐχ ὑπερεῖχε σέ was beyond thee (i. e. thy comprehension), Thd.Ez.28.3.d [voice] Pass., to be outdone, , 102d; ;κατὰ πλοῦτον ὑπερέχειν κατ' ἀρετὴν δ' ὑπερέχεσθαι Arist.Pol. 1281a7
, cf. Gal.15.805.5 in Logic, have a wider extension, Arist.APo. 99a24, cf. Rh. 1363b8 ([voice] Act. and [voice] Pass.).6 ἐπὶ τοῖς ὑπερέχουσι δανεῖσαι to lend on the security of excess value, of a second mortgage, SIG364.33 (Ephesus, iii B. C.).III c. gen. rei, rise above, be able to bear,τῆς ἀντλίας Ar. Pax17
;τῶν ἀναλωμάτων D.S.4.80
(v.l. for ὑπερεῖδον).IV have over, ὑπερέχει he has in hand, PCair.Zen.292.498, cf. 790.25 (iii B. C.); ὑπερέξομεν πρὸς τὸ διὰ χερός ib.355.93 (iii B. C.).—Cf. ὑπερίσχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερέχω
-
2 ὑπερκεράω
ὑπερκερ-άω, ( κέρας v. 3)A outflank,τοὺς πολεμίους Plb.11.23.5
, cf. Plu.Brut.41, Onos.21.1, etc.: metaph., stretch beyond,ἡ ἤπειρος ὑ. Peripl.M.Rubr.38
; ὑ. ὕδωρ τῆς ἀντλίας Sch.Ar. Pax17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερκεράω
См. также в других словарях:
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
Ναυτική Πυξίδα — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου (ο πιο αμυδρός ίσως από όλους τους αστερισμούς) που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών της Αντλίας, της Ύδρας, της Πρύμνης, της Τρόπιδας και των Ιστίων. Αποτελείται από δύο αστέρες τέταρτου… … Dictionary of Greek
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
κτησίβιος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Μηχανικός από την Αλεξάνδρεια. Η εργασία του αναπτύχθηκε κυρίως στο πεδίο των υδραυλικών μηχανών και των μηχανών πεπιεσμένου αέρα· σε αυτόν αποδίδεται η εφεύρεση της αντλίας και του υδραυλικού οργάνου με την ονομασία ύδραυλις … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek